ὑπακούσει

ὑπακούσει
ὑπάκουσις
sense
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ὑπακούσεϊ , ὑπάκουσις
sense
fem dat sg (epic)
ὑπάκουσις
sense
fem dat sg (attic ionic)
ὑπακούω
hearken
aor subj act 3rd sg (epic)
ὑπακούω
hearken
fut ind act 3rd sg
ὑπακούω
hearken
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανήκουστος — η, ο (AM ἀνήκουστος, ον) πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί 2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον παρακοή, απείθεια …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθαναγκάζω — Ν αναγκάζω κάποιον να πεισθεί παρά τη θέλησή του, πείθω κάποιον να υπακούσει, να συμφωνήσει μαζί μου είτε με υλική βία είτε με ψυχολογική βία και απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθανάγκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό] …   Dictionary of Greek

  • υπακουστικός — η, όν, ΜΑ [ὑπακούω] ο πρόθυμος να υπακούσει …   Dictionary of Greek

  • Αμομφάρετος — (5ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Πολιάδη. Πήρε μέρος στη μάχη των Πλαταιών ως λοχαγός του Πιτανάτου λόχου. Σε απόφαση του Παυσανία για αλλαγή στρατοπέδου –με σκοπό την καλύτερη αμυντική διάταξη των Ελλήνων απέναντι στο περσικό ιππικό– o Α.… …   Dictionary of Greek

  • Βλόσιος, Γάιος — (2ος αι. π.Χ.).Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος, από την Κύμη της Καμπανίας. Υπήρξε φίλος του Τιβέριου Γράκχου και μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα. Κατά την παράδοση, ο Β. επηρέασε τον δήμαρχο Τιβέριο Γράκχο να επιχειρήσει την εφαρμογή του νόμου που… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”